νεκροτυμβοκλεπτολωποεκδύτης

νεκροτυμβοκλεπτολωποεκδύτης
νεκροτυμβοκλεπτολωποεκδύτης, ὁ (Μ)
αυτός που κλέβει από τάφους ενδύματα νεκρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρός + τύμβος + κλέπτης + λώπη «ένδυμα» + ἐκδύτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”